-
1 στροβέω
Aστροβήσω Lyc.756
: [tense] aor.ἐστρόβησα Plu.Num.13
:—[voice] Pass. and [voice] Med., v. infr.: [tense] pf.ἐστρόβημαι Lyc.172
: ( στρόβος, cf. στρόμβος):— twirl or whirl about,πάντα τρόπον σαυτὸν στρόβει Ar.Nu. 700
, cf. Com Adesp. 219; στρόβει (sc. σεαυτόν) Ar.Eq. 386, V. 1528: metaph., τίνες σὲ δόξαι.. στροβοῦσι; A.Ch. 1052 (for Ag. 1215 v. ὑποστροβέω); distract, distress,ὁ φόβος αὐτοῦ μή με στροβείτω LXX Jb.9.34
, cf. 13.11, al.;νόσος ἐστρόβησε τὴν Ῥώμην Plu. Num.13
, cf. Jul.Or.2.85c:—[voice] Med., μανίας ὑπὸ δεινῆς ὄμματα στροβήσεται σεται Ar.Ra. 817:—[voice] Pass., whirl about, ; to be distracted,νύκτωρ καὶ μεθ' ἡμέραν Plb.23.10.13
, cf. Polystr.p.22 W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροβέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский